φαινολογία

φαινολογία
η биол фенология

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φαινολογία" в других словарях:

  • φαινολογία — η, Ν (μετεωρ.) κλάδος τής μετεωρολογίας ο οποίος μελετά τις μεταβολές τις οποίες, με την επίδρασή τους, τα διάφορα κλίματα επιφέρουν στην ανάπτυξη τών φύλλων και την άνθηση τών φυτών, στη διάρκειά τους, στην εποχή εμφάνισής τους κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»